- χώνομαι
- χώνομαι, χώθηκα, χωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διαδύω — και διαδύνω (AM) χώνομαι, διεισδύω, τρυπώνω μέσα από κάποιο άνοιγμα κάπου αρχ. 1. διέρχομαι διά μέσου 2. διαφεύγω, υπεκφεύγω, αποφεύγω 3. εξέρχομαι από τις δυσχέρειες … Dictionary of Greek
διεισδύω — (Α διεισδύω και διεισδύνω) [εισδύω] εισχωρώ, χώνομαι μέσα σε κάτι διαπερνώντας το νεοελλ. 1. κρύβομαι, τρυπώνω 2. εμβαθύνω … Dictionary of Greek
δύω — και δύνω (Α δύω και δύνω) 1. (για ήλιο, αστέρια) βυθίζομαι στον ορίζοντα, βασιλεύω («ἠέλιος μὲν ἔδυ», Ιλ. Ι) 2. αφανίζομαι, παρακμάζω, ξεπέφτω («έδυσε το μεγαλείο τής Ρώμης») αρχ. 1. φθάνω, πηγαίνω μέσα σε κάτι 2. (για χώρα, τόπο) εισέρχομαι,… … Dictionary of Greek
καταδύω — (AM καταδύω και καταδύνω) νεοελλ. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το καταδυόμενο(ν) παλαιά ονομασία τών πρώτων υποβρυχίων νεοελλ. μσν. βυθίζω κάποιον ή κάτι μέσα στο νερό αρχ. 1. βυθίζομαι, βουτώ 2. (για αστέρι και τον ήλιο) δύω 3. (για πλοίο) α)… … Dictionary of Greek
καταχωνούμαι — καταχωνοῡμαι (Μ) χώνομαι στη γη, καταχωνιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καταχώνομαι, κατά τα ρ. σε ῶ / οῦμαι] … Dictionary of Greek
παρεισφθείρομαι — Α τρυπώνω, χώνομαι κάπου για να κερδίσω κάτι και βλάπτω άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰσφθείρομαι «ορμώ προς τον όλεθρο»] … Dictionary of Greek
περιπείρω — ΜΑ διατρυπώ και περνώ κάτι γύρω από κάτι, σουβλίζω («περιπείραντα περὶ λόγχην [ενν. τὴν κεφαλὴν τοῦ Γάλβα]», Πλούτ.) αρχ. 1. μπήγω, καρφώνω («ἑαυτῷ τὸ ξίφος περιέπειρε», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. μτφ. διαπερνώ («ἑαυτοὺς περιέπειρον ὀδύναις πολλαῑς», ΚΔ) 3 … Dictionary of Greek
περισπειρώ — άω, Α 1. περιτυλίγω κάτι γύρω από κάτι («τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ περισπειράσας», Πλούτ.) παθ. περισπειρῶμαι, άομαι α) (για φίδια) περιελίσσομαι, κουλουριάζομαι γύρω από κάποιον («δράκοντα περιεσπειραμένον τὸ δέρμα», Διόδ. Σικ.) β) περικυκλώνω,… … Dictionary of Greek
υπειλούμαι — έομαι, Α 1. χώνομαι από κάτω, σέρνομαι από κάτω 2. (για επίδεσμο) περνιέμαι από κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + εἰλοῦμαι «συστρέφομαι, περιτυλίσσομαι, συστέλλω, μαζεύω το σώμα μου»] … Dictionary of Greek
υποπίπτω — ὑποπίπτω, ΝΜΑ [πίπτω] νεοελλ. 1. υποκύπτω σε αδυναμία, διαπράττω ακουσίως σφάλμα 2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποπίπτοντες εκκλ. τάξη μετανοούντων τής πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είχαν την υποχρέωση να προσεύχονται… … Dictionary of Greek